- Τίρυνθα
- Πεδινός οικισμός (υψόμ. 30 μ.), στην πρώην επαρχία Ναυπλίας, του νομού Αργολίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νέας Τίρυνθας.
Στην Τ. άκμασε στην αρχαιότητα ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου και ειδικότερα της Αργολίδας, τα ερείπια του οποίου σώζονται περίπου 15 χλμ. ΝΑ των Μυκηνών, σε έναν επιμήκη λόφο μήκους 300 μ., πλάτους 45-100 μ. και ύψους όχι μεγαλύτερου από 18 μ. Γύρω από τον λόφο απλωνόταν η πόλη και στην κορυφή του βρισκόταν οχυρωμένη ακρόπολη με την κατοικία του άρχοντα, όπως και στις άλλες μυκηναϊκές ακροπόλεις, όπου κατέφευγαν οι κάτοικοι σε ώρες κινδύνου για να προστατευτούν μέσα στα ισχυρά τείχη. Τα τείχη της Τ. η αρχαία παράδοση τα συνέδεε με τους Κύκλωπες: προκάλεσαν τόσο θαυμασμό και θεωρήθηκαν τόσο ανώτερα των ανθρώπινων δυνάμεων, ώστε μόνο σε υπερφυσικά όντα μπορούσε να αποδοθεί η κατασκευή τους. Ο Παυσανίας, βλέποντας, κατά τον 2o αι. μ.Χ., τα ερείπια των τειχών αυτών στην ερημωμένη πλέον ακρόπολη, έγραψε πως δύο ημίονοι μαζί δεν θα μπορούσαν να μετακινήσουν ούτε τη μικρότερη πέτρα τους («Τό δέ τείχος, ό δή μόνον τών ερειπίων λείπεται, Κυκλώπων μέν εστιν έργον, πεποίηται δ’ άργών λίθων μέγεθος έχων έκαστος λίθος ώς άπ’ αύτων μηδ’ αν αρχήν κινηθήναι τόν μικρότατον ύπό ζεύγους ήμιόνων»). Η κατασκευή των τειχών αποδίδεται στον Προίτο, αδελφό του βασιλιά του Άργους Ακρίσιου: διωγμένος από τον αδελφό του, ο Προίτος κατέφυγε στη Λυκία· με τη βοήθεια όμως της χώρας αυτής κατάφερε να επιστρέψει στην Αργολίδα, να καταλάβει την Τ. και να την οχυρώσει με τη συνδρομή των Κυκλώπων.
Έτσι η παράδοση συνδέει τα 3 αργολικά κέντρα: Άργος, Τ. και Μυκήνες, με 3 μυθικούς ήρωες: τον Ακρίσιο, τον αδελφό του Προίτο και τον εγγονό του Περσέα, τον ιδρυτή των Μυκηνών. Βέβαια η παράδοση αυτή γεννήθηκε στην αρχή των ιστορικών χρόνων, σε μια εποχή που το Άργος αγωνιζόταν να γίνει η ηγετική δύναμη στην περιοχή και είχε την ανάγκη να αισθανθεί ένα παρελθόν όχι λιγότερο ένδοξο από εκείνο των δύο γειτονικών του ακροπόλεων.
Ο χώρος της Τ. είχε κατοικηθεί από παλαιότατη εποχή. Την ασήμαντη νεολιθική εγκατάσταση διαδέχτηκε, στα μέσα της τρίτης προχριστιανικής χιλιετίας, ένας ακμαίος πρωτοελλαδικός συνοικισμός. Από την περίοδο αυτή διασώθηκε, κάτω από μια αυλή του μυκηναϊκού ανακτόρου, ένα επιβλητικό κυκλικό οικοδόμημα διαμέτρου 28 μ., που θα πρέπει να ήταν ή οχυρό ή κατοικία του ηγεμόνα. Το θεμέλιό του, ισχυρότατο, ήταν κατασκευασμένο από δύο ομόκεντρους λίθινους τοίχους, ανάμεσα στους οποίους υπήρχαν άλλοι εγκάρσιοι, έτσι που το πάχος του έφτανε τα 4-5 μ. Η ανωδομή ήταν πλίνθινη και η στέγη από κεραμίδια ψημένα στη φωτιά.
Τα πρώτα ελληνικά φύλα, οι δημιουργοί του μεσοελλαδικού και στη συνέχεια του μυκηναϊκού πολιτισμού, εγκαταστάθηκαν και στην Τ. κατά την αρχή της Μεσοελλαδικής (2000-1600 π.Χ.) εποχής και στη μεγαλύτερη ακμή της έφτασε η πόλη κατά τη μυκηναϊκή περίοδο. Η ακρόπολη παρουσιάζει 3 οικοδομικές φάσεις, που αντιστοιχούν η πρώτη στο τέλος της Υστεροελλαδικής II (1500-1400 π.Χ.) περιόδου, η δεύτερη στην Υστεροελλαδική III Α (1400-1300) και η τρίτη στο τέλος της Υστεροελλαδικής III Β (1300-1200 π.Χ.). Τα σωζόμενα ερείπια της μυκηναϊκής ακρόπολης ανήκουν στο τέλος της τρίτης περιόδου.
Η καταστροφή που έπληξε τα μυκηναϊκά κέντρα στο τέλος της εποχής του χαλκού, διαπιστώθηκε και στην T., είναι όμως βέβαιο ότι ο χώρος του ανακτόρου κατοικήθηκε συνεχώς έως τα μέσα του 8ου αι. π.Χ. (λίγο αργότερα στα ερείπιά του χτίστηκε ναός). Στην αρχή της κλασικής εποχής η T., όπως και οι Μυκήνες, έγινε πλέον μια ασήμαντη κώμη· θα σημειώσουν όμως και οι δύο την παρουσία τους στα μηδικά, στέλνοντας 400 άνδρες στη μάχη των Πλαταιών. Έστω και παρηκμασμένα, τα δύο ένδοξα μυκηναϊκά κέντρα ενοχλούσαν τους Aργείους, των οποίων η πολιτική προπαγάνδα ήθελε να μονοπωλεί το κλέος των μυθικών προγόνων. Έτσι, το 468 π.Χ. κατέστρεψαν εντελώς και τις Μυκήνες και την Τ. και μετέφεραν, κατά τον Παυσανία, τους κατοίκους στο Άργος, για να αυξηθεί ο πληθυσμός της πόλης, αν και ο Στράβων αναφέρει (8,373) ότι πολλοί Τιρύνθιοι έφυγαν προς την περιοχή του Πόρτο-Χέλι, όπου ίδρυσαν την πόλη Αλιείς.
Όσο και αν σήμερα τα ερείπια της Τ. δεν είναι για τους αρχαιολόγους λιγότερο σημαντικά από τα ερείπια των Μυκηνών, οι αρχαίοι, θεωρώντας τα πράγματα διαφορετικά, πολύ μικρή θέση άφησαν για τους μυθικούς ηγεμόνες της Τ. και για την πόλη τους μέσα στις παραδόσεις, στα έπη και στο δράμα. Ο Παυσανίας ένα σύντομο κομμάτι (ΙΙ,25 8-10) αφιερώνει στην Τ. και οι νεότεροι περιηγητές, που ταξίδευαν στην Ελλάδα αναζητώντας τους χώρους, όπου κινήθηκαν οι ήρωες των αρχαίων κειμένων, δεν έδωσαν στα ερείπια της Τ. τη σημασία που τους άξιζε. Πρώτος έκανε ανασκαφή στην ακρόπολη ο Tiersch το 1831. Αρκετά χρόνια αργότερα (1876) ο Σλήμαν, μεθυσμένος από τον θρύλο των Μυκηνών μετά την πρώτη έρευνά του εκεί, θεώρησε το ανάκτορο της Τ. μεσαιωνικό και μάλιστα λίγο έλειψε να το καταστρέψει για να αναζητήσει βαθύτερα μυκηναϊκούς θησαυρούς. Ευτυχώς στην επόμενη ανασκαφική περίοδο τον ακολούθησε ο Ντέρπφελντ και έτσι αυτή τη φορά τα ερείπια εκτιμήθηκαν και αποτυπώθηκαν σωστά. Ο Ντέρπφελντ επανέλαβε αργότερα, ως διευθυντής του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, τις ανασκαφές με επιτελείο και άλλων Γερμανών αρχαιολόγων, οι οποίοι συνέχισαν το έργο του έως το 1938. Μετά τον πόλεμο οι εργασίες συνεχίστηκαν από το Ινστιτούτο, αλλά και από την Ελληνική αρχαιολογική υπηρεσία.
Τα τείχη εκτείνονται σε ολόκληρο το πεδίο της κορυφής του λόφου. Τα θεμέλια σώζονται σε όλο το μήκος τους και το ύψος σε ορισμένα σημεία φτάνει έως τα 7 μ., λίγο δηλαδή υπολείπεται του αρχικού, που υπολογίζεται σε 9-10 μ. Μεγάλο είναι το πάχος του τείχους: συνήθως 6 μέτρα, στα σημεία όμως που ανοίγονται στο εσωτερικό του οι περίφημες σήραγγες φτάνουν έως 17 μ. Ένας ισχυρός εγκάρσιος τοίχος χωρίζει την ακρόπολη σε 2 τμήματα: το νότιο περικλείει τα ανακτορικά οικοδομήματα, ενώ το βόρειο προστατεύει απλά τον χώρο της κορυφής του λόφου. Στο δεύτερο αυτό τμήμα, που χρονολογείται στο τέλος των μυκηναϊκών χρόνων, ανοίγονται κατά διαστήματα μικρές πύλες καθώς και πολλές σήραγγες, στεγασμένες με οξυκόρυφα τόξα, οι οποίες χρησίμευαν ως καταφύγιο των κατοίκων της κάτω πόλης σε περιόδους κινδύνου.
Η είσοδος της ακρόπολης ήταν πάντα στην ανατολική πλευρά, είχε όμως διαφορετική θέση και μορφή σε καθεμία από τις 3 οικοδομικές φάσεις. Στη δεύτερη φάση η πύλη είχε τη μορφή της πύλης των λεόντων, των Μυκηνών. Αριστερά της υπήρχε πύργος και δεξιά ο βραχίονας του τείχους και έτσι η πύλη στο βάθος ήταν καλά προφυλαγμένη, δεδομένου ότι οι επιτιθέμενοι ήταν υποχρεωμένοι να διασχίσουν πολύ στενό διάδρομο, ενώ οι αμυνόμενοι μπορούσαν να τους χτυπούν από ψηλά και από τις δύο πλευρές. Στην τρίτη φάση η πύλη μεταφέρθηκε ακόμα πιο έξω. Το μέγαρο του βασιλιά, μέσα στην ακρόπολη, όμοιο με των Μυκηνών, διαστάσεων 11,80 x 9,80 μ., αποτελείται από 3 χώρους: την εξωτερική στοά με τους 2 κίονες μεταξύ παραστάδων, τον πρόδομο και τον δόμο με την κυκλική εστία, που την περιβάλλουν 4 ξύλινοι κίονες. Τα πλευρικά διαμερίσματα του μεγάρου φαίνεται πως είχαν και δεύτερο όροφο. Πλούσια ήταν η διακόσμησή του: οι τοίχοι της εξωτερικής στοάς είχαν χαμηλά μια ζώνη από αλαβάστρινες πλάκες με ανάγλυφους ρόδακες και ανθέμια· η υπόλοιπη ήταν διακοσμημένη με τοιχογραφίες. Τρεις πόρτες οδηγούν στον πρόδομο και από εκεί μια άλλη στον δόμο. Στη μέση του ανατολικού τοίχου διακρίνεται στο δάπεδο ο χώρος που αντιστοιχούσε στον βασιλικό θρόνο. Το δάπεδο ήταν πλουσιότατα διακοσμημένο με διαφορετικά θέματα στη ζώνη γύρω από τους τοίχους και στον χώρο ανάμεσα στους κίονες της εστίας. Φυσικά και εδώ οι τοίχοι ήταν στολισμένοι με ζωγραφιές. Στα ερείπια του μεγάρου αυτού, που κάηκε κατά τον 8o αι. π.Χ., οι κάτοικοι των γεωμετρικών χρόνων έχτισαν δωρικό ναό, μικρότερο σε διαστάσεις από το μέγαρο, με δύο χώρους, τον πρόδομο και τον σηκό. Το πλάτος του ναού, η ανατολική πλευρά του οποίου αντιστοιχεί στην ανατολική του μεγάρου, μόλις ξεπερνάει το μισό του πλάτους του μεγάρου και ο πίσω τοίχος του ναού φτάνει ακριβώς στο ύψος των πίσω κιόνων της εστίας. Τρεις πηγές, μία στη δυτική πλευρά της μεγάλης αυλής, στην οποία έφτανε κανείς από κρυφή είσοδο, και δύο στο άκρο της βόρειας πλευράς του τείχους, στις οποίες έφτανε κανείς από δύο σήραγγες, που ήταν ανοιγμένες στο τείχος, όμοιες με αυτές που χρησίμευαν ως καταφύγια, μαρτυρούν την πρόνοια που είχε ληφθεί και εδώ, όπως και στις άλλες μυκηναϊκές ακροπόλεις, για το βασικό σε καιρό πολιορκίας πρόβλημα του νερού.
Κλιμακοστάσιο στην Τίρυνθα. Η οικοδόμηση του ανακτόρου της και των βοηθητικών χώρων του προκαλεί ως σήμερα το θαυμασμό των επισκεπτών για τη στέρεη αρχιτεκτονική του.
Αεροφωτογραφία της Τίρυνθας: στο μακρόστενο αυτό λόφο, που κατοικήθηκε από τη νεολιθική εποχή και φιλοξένησε στα μέσα της τρίτης π.Χ. χιλιετίας έναν ακμαίο πρωτοελλαδικό συνοικισμό, αναπτύχθηκε αργότερα ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μυκηναϊκού κόσμου· στη φωτογραφία, φαίνονται τα ερείπια του. Γύρω από τον οχυρωμένο λόφο απλωνόταν η πόλη.
Τα τείχη της Τίρυνθας, με τις οξυκόρυφες σήραγγες, που ανοίγονται σε διάφορα σημεία τους, ανήκουν στα επιβλητικότερα μνημεία της αρχαίας αρχιτεκτονικής.
Τοιχογραφία με κυνηγετική παράσταση απο το ανάκτορο της Τίρυνθας (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
Κρατήρας της (ΥΕ ΙΙΙΓ) περιόδου από την Τίρυνθα με παράσταση πολεμιστών (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
Ειδώλιο που βρέθηκε στις αρχαιολογικές ανασκαφές της Τίρυνθας (Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, Αθήνα).
Tμήμα της ανατολικής πλευράς της ακρόπολης της Τίρυνθας. Διακρίνεται μέρος του μεγάλου διάδρομου με τις εισόδους.
Dictionary of Greek. 2013.